φονουργός

φονουργός
φονουργός
murderous
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φονουργός — όν, ΜΑ αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • φονουργόν — φονουργός murderous masc/fem acc sg φονουργός murderous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονουργῶν — φονουργός murderous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • φονουργία — ἡ, Μ [φονουργός] διάπραξη φόνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”